- ἀγχιμαχηταί
- ἀγχέμαχητοςmasc nom/voc plἀγχιμαχητήςmasc nom/voc pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Estratia — Στρατίη Estratia Ciudad de la Antigua Grecia Datos generales Habitantes griegos Idioma … Wikipedia Español
Ripe (Grecia) — Ρίπη Ripe Ciudad de la Antigua Grecia Datos generales Habitantes griegos Idioma griego … Wikipedia Español
αγχιμαχητής — ἀγχιμαχητής, ο (Α) (μόνο στον πληθ.) οἱ ἀγχιμαχηταί, αυτοί που μάχονται σώμα με σώμα, εκ τού πλησίον (πρβλ. ἀγχέμαχος). [ΕΤΥΜΟΛ. < ἄγχι + μαχητής] … Dictionary of Greek
παραμένω — ΝΑ, και ποιητ. τ. παρμένω, Α 1. εξακολουθώ να βρίσκομαι όπου ή όπως ήμουν («παρέμεινε στην εξοχή όλο το καλοκαίρι») 2. μένω κοντά σε κάποιον νεοελλ. 1. διατηρούμαι σε μια κατάσταση ή διάθεση («παρέμεινε πιστός οπαδός») 2. διαμένω κάπου προσωρινά… … Dictionary of Greek